14η-15η-16η Συνάντηση: Δημιουργία Λευκώματος


Οι μαθητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα ασχολήθηκε με την αναζήτηση στο διαδίκτυο, βιογραφικών πληροφοριών σχετικών με Μικρασιάτες Λογοτέχνες και κειμένων τους, με στόχο την δημιουργία Λευκώματος. Η δεύτερη ομάδα, ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό μέρος του Λευκώματος, την δημιουργία προσωπογραφιών των λογοτεχνών.

Εδώ μπορείτε να δείτε το λογοτεχνικό μέρος του Λευκώματος:
ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ



…Τι να σημειώσω στο χαρτί χωρίς να κατρακυλήσει κ' ένα ζεματιστό δάκρυ, να λυώσει τα ψηφιά; Τ' όνομά σου; 'Ή κατά που έπεφτε ή αγιασμένη μεριά, πού βρισκόσουν μια φορά, απάνου στην απέ­ραντη επιφάνεια της γης; Σα βάζω με το νου τις χρυσές μέρες σου πού χαθήκανε, πιάνεται ή καρδιά μου. "Ήτανε όνειρο μαθές; Ήτανε πλάνεμα μαγικό; Τι είναι λοιπόν αυτός ο κόσμος; Ρωτώ ύστερ' από τόσους καί τόσους πού το ρωτήσανε. Αγαπημένη γωνιά! Αγιασμένο βουνό! Δεν ήσουνα εσύ πατέρας μου καί μητέρα μου καί κάθε αγάπη μου; Πώς ξεμάκρυνες από μένα κ’ έσβησες που μήτε το μάτι μου πια να σε ξεδιαλύνει;…    Φ. Κόντογλου , «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου.

Κ’ ύστερα η γης ανατρίχιασε σύγκορμη και συθέμελα συνταράχτηκε, σαν τη γυναίκα που της αντισκόβεται η γκαστριά και γεννοβόλησε την καταστροφή κι απόρριξε στη θάλασσα πολιτείες κι ανθρώπους – στρατιώτες και γυναίκες και γέρους και παιδιά και το βιος το θησαυρισμένο από γενιά σε γενιά και τ’ άρματα που κέρδισαν τη νίκη και το ιδρώτα και τον κόπο και το αίμα και τ’ όνειρο και την αγάπη και τη λευτεριά και δεν απόμεινε παρά μια φλόγα, μια γλώσσα πύρινη τρομερή που τάγλειψε όλα, τα σκόρπισε όλα σε στάχτη και άνεμο, ένας βαθύς και ανιστόρητος θρήνος                                                                                                   Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

Ο παππούς πάλι στηλώνεται. στέκεται κει σα να προσεύχεται. Έπειτα  βγάζει το καλπάκι του, γονατίζει ταπεινά, σκύβει και φιλά το χώμα που το βλό-γησε με τη ζωή του. – Έχε γεια! (Ηλία Βενέζη, Αιολοκή γη)

 Επιτέλους, με την αυγή, ακούσαμε τις μηχανές του καραβιού να λειτουργούνε. Κάναμε το σταυρό μας. Φιλιόμασταν. Ναι, ήταν πραγματικότητα. Είχαμε αποφύγει το θάνατο ή την αιχμαλωσία στα βάθη της Ανατολίας! Είμασταν απ’ τους τυχερούς, χάρη σ' έναν άνθρωπο του λαού με χριστιανικά αισθήματα. Μια χριστιανική πράξη μπορεί να εξαγοράσει χιλιάδες βαρβαρότητες. Παίρνω μαζί μου, Σμύρνη, το δράμα σου, σήμερα, αυγή της 28ης Αυγούστου 1922. Το βλέμμα μου δεν έχει τη δύναμη να διαπεράσει το φράγμα απ’ τα δάκρυα μου, όσο απομακρυνόμαστε απ’ την ακτή. Όχι! Ιωνία δε σε χάνω! Διατηρώ στο αίμα μου τα μέταλλα απ’ το έδαφος σου, στα σπλάχνα μου τους χυμούς απ’ τα φυτά σου• την αιθρία σου μέσα στην ψυχή μου• στο ήθος μου την αρχοντιά σου, θεοί της Ιωνίας, παρακαλώ σας, συντροφέψτε την πατρίδα μου στη μοναξιά της με τα χαμόγελά σας                                                   Τάσος Αθανασιάδης στα "Παιδιά της Νιόβης".




Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων• οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα.
Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος                                                                                                                       (Ιωάννης Φιλήμων)


Σμύρνη.
Μόνο που το όλο το μέσα της έχει καεί, απομένουν οι παρυφές και μια πελώρια τρύπα που προσπάθησαν να μπαλώσουν με δενδροκομία, περίπτερα ή άλλα δημιουργήματα της πλαστικότητας του τσιμέντου και πλατειές λεωφόρους….                                                               Ακόμη προσπερνάς αποκαΐδια (της πυρκαγιάς του 22) και σωριασμένα χώματα που μοιάζουν σαν την κοπριά της αναίσθητης βλάστησης του μπετό.Υπερβολικά πολλές μνήμες που αναστατώνουντε μέσα μου στο κάθε βήμα, μια σχεδόν εφιαλτική συσσώρευση εικόνων, όλη την ώρα, αδιάκοπη πρόσκληση νεκρών.                                                                                   Και λες πως ήταν χτες που ναυάγησε το μεγάλο καράβι.                                                                              Δεν αισθάνομαι μίσος, το πράγμα που κυριαρχεί μέσα μου είναι το αντίθετο του μίσους, μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους μου το μηχανισμό της καταστροφής.                                                     Το κακό έγινε, σημασία έχει ποιος εξαγοράζει το κακό.»                                                                    (Γ. Σεφέρη Δοκιμές)




Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να᾿ ναι τα χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει – το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια –
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.                                                                                  (Γ. Σεφέρη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)

Υπάρχανε δέντρα και πηγάδια και πέτρες που τα ’χανε για ιερά. Η θάλασσα ήτανε αγιασμένη. Το ψωμί ήτανε αγιασμένο, δεν πατούσανε ποτές απάνου στα ψίχουλα, κι αν έπεφτε χάμου κανέ­να κομμάτι ψωμί, τ’ ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλών­τας το στο μέτωπο τους. Όποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στο χώμα, σα να κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας το δεξί χέρι στο στήθος και γέρνοντας αλαφρά το κορμί τους.                 (Φ. Κόντογλου)


Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια κι είναι αργά στην ψυχή μου Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσωη μνήμη με σκοτώνει" (Οδ. Ελύτης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: